Tα δύο αντίθετα φαινόμενα που περιγράφουν πώς ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται κάποιες εμπειρίες σαν να τις έχει ήδη ζήσει ή σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Déjà vu

Déjà vu

Το Déjà vu είναι το φαινόμενο κατά το οποίο θυμόμαστε να έχουμε δει κάτι που δεν το έχουμε ξαναβιώσει. Προέρχεται από τη γαλλική γλώσσα και μεταφράζεται: «έχω ήδη δει» και είναι ουσιαστικά ομόλογο με την έκφραση «déjà vécu= έχω ήδη ζήσει».

deja vu

Κατά το Déjà vu δεν ενεργοποιούνται περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη μνήμη, όπως ο ιππόκαμπος. Αντ' αυτού δραστηριότητα εντοπίζεται, στο μετωπιαίο λοβό, περιοχή, που συνήθως εμπλέκεται στη λήψη αποφάσεων. Η επιστημονική εξήγηση του φαινομένου πιθανώς είναι ότι καθώς οι μετωπιαίες περιοχές καταγράφουν τις μνήμες και τις "ξαναπαίζουν" ψάχνοντας για σφάλματα, ενεργοποιούνται όταν εντοπίζουν κάποια ασυναρτησία.

Αν ισχύει αυτή η θεωρία σημαίνει ότι ο εγκέφαλος έχει σύστημα ποιοτικού ελέγχου όταν κάνει κάποιες δραστηριότητες και ο μετωπιαίος λοβός ελέγχει για ανακρίβειες σχετικά με το τι θυμόμαστε ότι έγινε και τι ξέρουμε ότι έγινε.

Παρόλο που πιστεύεται ότι το φαινόμενο μπορεί να σχετίζεται με κάποιες ψυχιατρικές παθήσεις, η συσχέτιση αυτή δεν έχει αποδειχθεί και το πιο πιθανό είναι πως έχει να κάνει με ένα παροδικό επιληπτικό επεισόδιο στον κροταφικό λοβό.

Φαινόμενο που συνδέεται με το Déjà vu είναι το Jamais vu.

Το Jamais vu, θεωρείται πως είναι το αντίθετο του Déjà vu, είναι ένας όρος της ψυχολογίας και χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιαδήποτε γνωστή θεωρητικά κατάσταση στον παρατηρητή η οποία όμως δεν αναγνωρίζεται από αυτόν. Κατά το φαινόμενο Jamais vu, το άτομο παροδικά δεν αναγνωρίζει μια λέξη ή ένα πρόσωπο ή έναν οικείο χώρο.

Το Jamais vu μερικές φορές σχετίζεται με ορισμένους τύπους αφασίας, αμνησίας, ή/και επιληψίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ακραίας μορφής του φαινομένου είναι όταν ο ασθενής αντιμετωπίζει ένα οικείο πρόσωπο ως σωσία ή απατεώνα.