Οι τρανσαμινάσες που συνήθως μετριούνται είναι η τρανσαμινάση γλουταμικού οξέος-πυροσταφυλικού οξέος (συντομογραφικά GPT από το glutamate-pyruvate transaminase) και η τρανσαμινάση γλουταμικού οξέος-oξαλοξικού οξέος (συντομογραφικά GOT από το glutamate-oxaloacetate transaminase). Μπροστά από τις συντομογραφίες αυτές προστίθεται μερικές φορές το γράμμα S για να τονιστεί ότι μετριούνται στον ορό (serum). Εναλλακτικά, τα δυο ένζυμα αναφέρονται ως ALT (από το alanine aminotransferase, δηλαδή αμινοτρανσφεράση αλανίνης) και AST (από το aspartate aminotransferase, αμινοτρανσφεράση ασπαρτικού οξέος) αντίστοιχα.

Τι δείχνουν:

Επειδή οι τρανσαμινάσες αφθονούν στο ήπαρ, οι καταλυτικές συγκεντρώσεις τους στον ορό (εκφραζόμενες συνήθως σε U/l στους 37°C) αυξάνονται σε περίπτωση ηπατικής βλάβης (όπως κίρρωση και ηπατίτιδα) λόγω διαρροής του περιεχομένου των κατεστραμμένων ηπατικών κυττάρων στο αίμα. Έτσι οι τρανσαμινάσες χρησιμεύουν ως δείκτες της ακεραιότητας του ήπατος.

Από τι επηρεάζονται:

Όπως μόλις αναφέρθηκε, οι τιμές των τρανσαμινασών επηρεάζονται από ηπατική βλάβη. Επιπλέον, επειδή οι τρανσαμινάσες βρίσκονται και στους μύες, οι τιμές τους στον ορό αυξάνονται έπειτα από έντονη άσκηση λόγω καταστροφής μυϊκών ινών (αν και η αύξησή τους είναι μικρότερη από την αύξηση της CK). Από τις δυο τρανσαμινάσες που προαναφέρθηκαν, περισσότερο αυξάνεται η GOT (ΑST), επειδή είναι πιο άφθονη από την GPT (ALT) στα μυϊκά κύτταρα.

Χρησιμότητα μέτρησης στους αθλητές:

Το γεγονός ότι οι τρανσαμινάσες αυξάνονται μετά από άσκηση περιορίζει τη χρησιμότητά τους ως δεικτών ηπατικής βλάβης στους αθλητές. Για την εκτίμηση της ακεραιότητας του ήπατος σε αθλητές είναι προτιμότερη η μέτρηση της γ- GT .