Οι επιστήμονες αποκάλυψαν μια δεύτερη ιδιότητα στο δηλητήριο της μαύρης μάμπας που εξηγεί γιατί μερικές φορές τα αντίδοτα αποτυγχάνουν.

Το δάγκωμα Μάμπας (είδη Dendroaspis) είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα στην υποσαχάρια Αφρική.

Υπάρχουν 4 είδη φιδιών mamba που ζουν στην Αφρική

  • Μαύρη μάμπα (Dendroaspis polylepis): Είναι το μεγαλύτερο δηλητηριώδες φίδι της Αφρικής, γνωστό για την ταχύτητα και το ισχυρό του δηλητήριο. Το όνομά του προέρχεται από το μαύρο χρώμα μέσα στο στόμα του και όχι από το δέρμα του, το οποίο ποικίλλει από γκρι έως σκούρο καφέ. Είναι κυρίως εδαφόβιο φίδι και προτιμά τις βραχώδεις σαβάνες.
  • Ανατολική πράσινη μάμπα (Dendroaspis angusticeps): Βρίσκεται στις παράκτιες περιοχές της νοτιοανατολικής Αφρικής. Το είδος αυτό έχει έντονο πράσινο χρώμα και μήκος περίπου 2 μέτρα κατά μέσο όρο. Είναι κυρίως δενδρόβιο.
  • Δυτική πράσινη μάμπα (Dendroaspis viridis): Πρόκειται για ένα ακόμη δενδρόβιο είδος μάμπας με πράσινο χρώμα, γνωστό και ως μάμπα του Hallowell.
  • Μάμπα του Τζέιμσον (Dendroaspis jamesoni): Ενδημικό είδος της ισημερινής Αφρικής. Είναι λεπτό και κυρίως δενδρόβιο φίδι, με θαμπό πράσινο χρώμα στην επάνω πλευρά και υπόλευκη κοιλιακή επιφάνεια.

Ο κοινός πρόγονος των μαμπών ήταν πράσινου χρώματος και ζούσε σε δασικές περιοχές, ενώ το είδος D. polylepis (μαύρη μάμπα) αντιπροσωπεύει μια εξελιγμένη μορφή τόσο οικολογικά όσο και μορφολογικά. Μέχρι τώρα δεν είχε διερευνηθεί αν το δηλητήριο τους είναι κοινό ή αν ακολούθησε διαφορετικά μοριακά εξελικτικά μονοπάτια.

Στη μελέτη, διερευνήθηκαν οι νευροτοξικές επιδράσεις των δηλητηρίων όλων των ειδών Dendroaspis μέσω απομονωμένου παρασκεύασματος νεύρου-μυός από τον αυχένα κοτόπουλου και εξετάστηκε η αποτελεσματικότητα τριών εμπορικά διαθέσιμων αντιδότων στην Αφρική.

Όλα τα δηλητήρια Dendroaspis προκαλούν ατονική παράλυση (flaccid paralysis) λόγω μετασυναπτικής νευροτοξικότητας, που χαρακτηρίζεται από αδυναμία και απώλεια μυϊκού τόνου, με αποτέλεσμα οι μύες να γίνονται μαλακοί και να μην μπορούν να συσπαστούν. Η μόνη εξαίρεση ήταν το δηλητήριο του D. angusticeps, το οποίο προκαλεί σπαστική παράλυση (spastic paralysis) εξαιτίας προσυναπτικής/συναπτικής νευροτοξικότητας, που χαρακτηρίζεται από ενίσχυση της προσυναπτικής απελευθέρωσης ακετυλοχολίνης και παρατεταμένη συναπτική δραστηριότητα αυτού του νευροδιαβιβαστή.

Η αποτελεσματικότητα των αντιδότων, όπως εξετάστηκε στο πείραμα, παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις. Και τα τρία αντίδοτα εξουδετέρωσαν έως κάποιο βαθμό τις μετασυναπτικές επιδράσεις της ατονικής παράλυσης από όλα τα είδη, με το δηλητήριο του D. viridis να εξουδετερώνεται καλύτερα. Το ενδιαφέρον αυτής της έρευνας είνα ότι η εξουδετέρωση των μετασυναπτικών επιδράσεων της ατονικής παράλυσης αποκάλυψε την ύπαρξη σπαστικής παράλυσης λόγω προσυναπτικής/συναπτικής νευροτοξικότητας και από τα άλλα τρία είδη.

Όλα τα διαθέσιμα αντίδοτα ελάχιστα μόνο κατάφεραν να εξουδετερώσουν την σπαστική παράλυση και από τα 4 είδη μάμπα, κάτι που συνάδει με τις έως τώρα κλινικές παρατηρήσεις.
Ακόμη παρατηρήθηκαν και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις στο δηλητήριο του D. polylepis, μεταξύ των πληθυσμών της Κένυας και της Νότιας Αφρικής, ως προς την αποτελεσματικότητα εξουδετέρωσης τόσο της ατονικής όσο και τις σπαστικής παράλυσης.

Οι μοριακές φυλογενετικές αναλύσεις επιβεβαίωσαν ότι οι τοξίνες που προκαλούν σπαστική και ατονική παράλυση αποτελούν χαρακτηριστικό που εμφανίστηκε στον τελευταίο κοινό πρόγονο των Dendroaspis, με όλα τα είδη να διαθέτουν όλους τους τύπους τοξινών. Επομένως, οι διαφορές στις παθοφυσιολογικές δράσεις των δηλητηρίων μεταξύ των ειδών οφείλονται στη διαφορετική έκφραση ισομορφών τοξινών και όχι στην εξέλιξη νέων, ειδικών για κάθε είδος τοξινών.

Τα ευρήματά μας αναδεικνύουν τη συνεργιστική φύση των μετασυναπτικών τοξινών που προκαλούν ατονική παράλυση και των προσυναπτικών/συναπτικών τοξινών που προκαλούν σπαστική παράλυση, συμβάλλοντας σημαντικά στην κλινική και εξελικτική γνώση γύρω από τα δηλητήρια των Dendroaspis


Το απομονωμένο παρασκεύασμα νεύρου-μυός από τον αυχένα κοτόπουλου (chick biventer cervicis) είναι ένα ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο εργαλείο στη φαρμακολογία και την τοξικολογία για τη μελέτη των νευρομυϊκών συνάψεων. Ανταποκρίνεται τόσο σε άμεσο νευρικό ερεθισμό όσο και σε εξωτερικά εφαρμοζόμενες ουσίες, επιτρέποντας στους ερευνητές να μελετούν τους παράγοντες που προκαλούν νευρομυϊκό αποκλεισμό. Είναι ιδιαίτερα πολύτιμο για τη διάκριση μεταξύ αποπολωτικών και μη αποπολωτικών νευρομυϊκών αναστολέων.